- βροτόεις
- βροτόειςgorymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βροτόεις — βροτόεις, εσσα, εν (Α) [βρότος] κηλιδωμένος με ανθρώπινο αίμα … Dictionary of Greek
βροτόεν — βροτόεις gory masc voc sg βροτόεις gory neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντα — βροτόεις gory neut nom/voc/acc pl βροτόεις gory masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντι — βροτόεις gory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεντ' — βροτόεντα , βροτόεις gory neut nom/voc/acc pl βροτόεντα , βροτόεις gory masc acc sg βροτόεντι , βροτόεις gory masc/neut dat sg βροτόεντε , βροτόεις gory masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βροτόεσσ' — βροτόεσσα , βροτόεις gory fem nom/voc sg βροτόεσσαι , βροτόεις gory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)